μπορίνα

μπορίνα
μπορίνα, ἡ (Μ)
βλ. μπουρίνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπουρίνα — η (Μ μπουρίνα και μπορίνα) ναυτ. 1. σχοινί με το οποίο πλαγιάζουν τα τετράγωνα ιστία τών ιστιοφόρων, για να δέχονται τον αντίθετο άνεμο, αλλ. πλαγιαστήρας 2. φρ. «αρμενίζω τόκα μπουρίνα» ή «αρμενίζω στην (τόκα) μπουρίνα» πλέω την εγγυτάτη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”